Μια βρύση χωρίς νερό...

  • Print

9/6/2013 Άρθρο του Νικολάου Α. Βερνίκου

Οι περισσότεροι επαγγελματίες και απλοί πολίτες της χώρας μας τις μέρες αυτές, όταν ακούν και διαβάζουν ειδήσεις για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, στο πρόσωπό τους σχηματίζεται ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο, γιατί αυτό που σκέφτονται στην πραγματικότητα είναι ότι μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης στις 28 Ιουνίου, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα έχει διαθέσιμα για χρηματοδοτήσεις 27,5 δισ. ευρώ. Και αυτό, ανεξάρτητα εάν αντιλαμβάνονται ότι η ανακεφαλαιοποίηση γίνεται για να ανεβάσει το core tier 1, βασικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, στο 12,1%. Σωστά;

Δυστυχώς, λάθος. Η ολοκλήρωση των Αυξήσεων Μετοχικών Κεφαλαίων των τραπεζών που σηματοδοτούν την ανακεφαλαιοποίησή τους, στην ουσία αποτελούν μία διαδικασία ανεύρεσης κεφαλαίων, που όμως δεν θα φέρει ρευστότητα στις τράπεζες, πολλώ δε μάλλον στους πελάτες τους. Αυτό οφείλεται στο ότι το πρόβλημα στο τραπεζικό σύστημα παραμένει σοβαρό, ασχέτως αν στις ομιλίες τους προς τους μετόχους, οι επικεφαλής των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο. Βασικό στοιχείο αυτή της σημερινής κατάστασης των τραπεζών είναι η «μαύρη τρύπα» που υπάρχει ανάμεσα στις καταθέσεις και τις χορηγήσεις. «Τρύπα» 65 δισ. ευρώ, που προέρχεται από τη διαφορά των δανείων που τους τελευταίους μήνες αυξήθηκαν εκ νέου και βρίσκονται στα 227,9 δισ. ευρώ, και των καταθέσεων που υπολογίζονται τον Απρίλιο ότι ήταν 162,5 δισ. από 164 που ήταν τον Μάρτιο. Βέβαια, αυτή η μείωση των καταθέσεων ήταν συγκυριακή λόγω των γεγονότων στην Κύπρο και τον Μάιο η κατάσταση εξισορροπήθηκε και πάλι, ενώ σε κάθε περίπτωση έχει βελτιωθεί πολύ σε σχέση με τον Ιούνιο του 2012 οπότε και είχε σημειωθεί το αρνητικό ρεκόρ των μόνο 150 δισ. ευρώ σε καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες. Αυτήν την ώρα, λοιπόν, οι τράπεζες έχουν να καλύψουν το κενό των 65 δισ., που αναφέρθηκε στην αρχή, και όπως έχουν δηλώσει επανειλημμένως οι επικεφαλής διαφόρων συστημικών τραπεζών της χώρας μας, αν δεν αυξηθούν οι καταθέσεις δεν θα ξεκινήσουν οι χορηγήσεις, ασχέτως με το πόσα κεφάλαια θα έχουν συγκεντρωθεί από τους μετόχους.

Με απλά λόγια, οι επιτυχημένες ανακεφαλαιοποιήσεις έχουν απλά στόχο τη βελτίωση της εμπιστοσύνης προς τις ελληνικές τράπεζες, έτσι ώστε να καταφέρουν να προσελκύσουν καταθέσεις, και τότε να ξαναδώσουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία. Με άλλα λόγια -και με μία δόση κυνισμού- οι τράπεζες περιμένουν από τους επιχειρηματίες και τους καταναλωτές να επανατροφοδοτήσουν τη ρευστότητα. Κι αυτό διότι πολύ απλά οι τράπεζες θέλουν τα δικά τους κεφάλαια να παραμείνουν στα χέρια τους και να μην τα διακινδυνέψουν και πάλι.

Βέβαια σε κάποιο σημείο δεν έχουν άδικο, καθώς για να καλύψουν την απώλεια των καταθέσεων, οι τράπεζες έχουν στραφεί στην ΕΚΤ και τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας -πιο γνωστό ως ELA (Emergency Liquidity Assistance)- της Τράπεζας της Ελλάδος και η εξάρτησή τους αυτή τη στιγμή από τα δύο αυτά σημεία είναι 60,9 δισ. και 33,4 δισ. αντιστοίχως. Σύνολο 93,6 δισ. για τα οποία όμως οι τράπεζες έχουν δώσει πολύ μεγαλύτερες εγγυήσεις (Collaterals) ύψους 190 δισ. Πρόκειται για 78 δισ. προς την ΕΚΤ, 106 δισ. προς την ΤτΕ για το ELA και 10 δισ. για υπόλοιπους λογαριασμούς. Με απλά λόγια, στις 29 Ιουνίου μην μπείτε όλο σιγουριά στην τράπεζά σας περιμένοντας να φύγετε με το δάνειο που τόσο καιρό ελπίζατε ότι θα σας έλυνε τα χέρια. Αναβάλετε την επίσκεψη αυτή τουλάχιστον μέχρι το πρώτο μισό του 2014 κι αυτό αν (και το τονίζω «αν») έχει περάσει σε θετικούς (οριακούς, αλλά θετικούς) ρυθμούς ανάπτυξης το ΑΕΠ. Μόνο όταν γίνει αυτό οι τράπεζες θα μπορέσουν πραγματικά να βγουν στις διατραπεζικές αγορές και μόνο τότε θα κάνουν πραγματική χρήση της άριστης πιστοληπτικής ικανότητας που θα έχουν εξασφαλίσει από τις 28 Ιουνίου, την ημερομηνία δηλαδή που θα ολοκληρωθούν οι ανακεφαλαιοποιήσεις τους. Το απαραίτητο βήμα προς τη ρευστότητα, αλλά όχι και το τελευταίο πριν από αυτή.

Το Ελληνικό Τραπεζικό Σύστημα και μετά την ανακεφαλαιοποίηση θα εξακολουθήσει να είναι σαν μια βρύση χωρίς νερό. Απ’ όλους εμάς εξαρτάται η υδροδότησή του.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ